ἐξαρνήσομαι

ἐξαρνήσομαι
ἐξαρνέομαι
deny utterly
aor subj mp 1st sg (epic)
ἐξαρνέομαι
deny utterly
fut ind mp 1st sg
ἐξαρνέομαι
deny utterly
aor subj mp 1st sg (epic)
ἐξαρνέομαι
deny utterly
fut ind mp 1st sg
ἐξᾱρνήσομαι , ἐξαρνέομαι
deny utterly
futperf ind mp 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαρνούμαι — ἐξαρνοῡμαι, έομαι (AM) (αποθ.) αρνούμαι επίμονα, διαψεύδω («οὔτοι τοῡτό γ ἐξαρνήσομαι», Ευρ.) μσν. απαρνούμαι κάποιον εντελώς («πάντας ἐξηρνήσατο καὶ μετὰ μέναν ἦλθε», Διγ. Ακρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”